διαίσιον — ή διέσιον, το (AM) διάλυση γάμου ή αρραβώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διέσιον < δίεσις < δίημι* (πρβλ. και λατ. repudium)] … Dictionary of Greek
διαισίῳ — διαίσιον repudium neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)